λεπτομερές

λεπτομερές
λεπτομερής
composed of small particles
masc/fem voc sg
λεπτομερής
composed of small particles
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Василид гностик — гностик, родом сириец, переселился из Антиохии в Александрию (в 125 130 гг.), а под конец жизни посетил Персию. Источниками своей системы он признавал, с одной стороны, тайное учение апостола Петра, будто бы дошедшее до него через посредство… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Василид (гностик) — родом сириец, переселился из Антиохии в Александрию (в 125 130 гг.), а под конец жизни посетил Персию. Источниками своей системы он признавал, с одной стороны, тайное учение апостола Петра, будто бы дошедшее до него через посредство некоего… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • σκαραβαίος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται κοινά πολλά κολεόπτερα έντομα, που θα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στους εκπρόσωπους της οικογένειας των Σκαραβαιιδών. Στο παρελθόν, τα έντομα που χαρακτηρίζονταν από τα ελάσματα με τα οποία είναι προικισμένα τα… …   Dictionary of Greek

  • Γκονκούρ, ντε- — (de Goncourt). Επώνυμο δύο αδελφών Γάλλων συγγραφέων. Πρόκειται για τους Εντμόν Λουί Αντουάν (Edmond Louis Antoine, Νανσί 1822 – Σαμπροζέ 1896) και Ζιλ Αλφρέντ Ιό (Jules Alfred Huot, Παρίσι 1830 – 1870). Έπειτα από μία σειρά μελετών για τη… …   Dictionary of Greek

  • Ζουαντό, Μαρσέλ — (Marcel Jouhandeau, Γκερέ 1888 – Ρουίγ Μαλμεζόν 1979). Γάλλος συγγραφέας. Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου άρχισε από το 1920 τη δημοσίευση των έργων του. Θεωρείται ότι το ψυχρό και συγκρατημένο ύφος του και η έντονη προσήλωσή του στην παράδοση… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”